Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζηλοφθονία
1 item total
ζηλοφθονία η [zilofθonía] Ο25 : εμπαθής ζήλια, που φτάνει ως το φθόνο και το μίσος· ζήλια και φθόνος: H ευτυχία του προκαλούσε τη ~ των άλλων. Bλέμμα γεμάτο ~.

[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go