Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εφορία
3 εγγραφές [1 - 3]
εφορία η [eforía] Ο25 : δημόσια οικονομική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη βεβαίωση φόρων και για την είσπραξη τελών ή άλλων προσόδων: ~ κεφαλαίου / κληρονομιών. || το κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι υπηρεσίες της εφορίας: Δεν μπήκα από την κύρια είσοδο της Εφορίας.

[λόγ. έφορ(ος) 1 -ία (διαφ. το αρχ. ἐφορία = εφορεία 1)]

εφοριακός ο [eforiakós] Ο17 θηλ. εφοριακός [eforiakós] Ο34 : υπάλληλος οικονομικής εφορίας: Οι εφοριακοί άρχισαν να διενεργούν φορολογικούς ελέγχους. Aυτός είναι ασφαλιστής και η γυναίκα του ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. εφοριακός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εφοριακός -ή -ό [eforiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την εφορία: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο εφοριακός*.

[λόγ. εφορί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες