Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ετυμολογία
1 item total
ετυμολογία η [etimolojía] Ο25 : η προέλευση, ενδεχομένως ο τρόπος σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και η εξέλιξη μιας λέξης: Λεξικό που δίνει την ορθογραφία, την ~ και τις σημασίες κάθε λέξης. || η ετυμολόγηση: Iστορική / συγχρονική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογία `αληθινή ή πρωταρχική σημασία μιας λέξης΄ σημδ. γαλλ. étymologie, γερμ. Εtymologie < λατ. etymologia < ελνστ. ἐτυμολογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go