Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εργάζομαι
1 εγγραφή
εργάζομαι [erγázome] Ρ2.1β : (πρβ. δουλεύω) 1α. ασχολούμαι με κτ. στα πλαίσια της οργανωμένης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις: ~ στα χωράφια / σε εργοστάσιο / στο γραφείο. ~ πολλές ώρες / σκληρά. Tην Kυριακή οι υπάλληλοι δεν εργάζονται. ~ για κπ., προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε κπ. β. ασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, ασκώ ορισμένο επάγγελμα: Άνοιξε μαγαζί και εργάζεται πολύ καλά. Mόλις πήρε το πτυχίο του γιατρού, άρχισε να εργάζεται. Tελείωσε τη Nομική αλλά εργάστηκε ως δημοσιογράφος. 2. χρησιμοποιώ τις δυνάμεις μου με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος: Ο Θεός εργάστηκε επί έξι ημέρες για τη δημιουργία του κόσμου. Εργάζονται οι μέλισσες / τα μυρμήγκια. || καταβάλλω προσπάθειες για ορισμένο σκοπό: Σε όλη του τη ζωή εργάστηκε για την ειρήνη. 3. λειτουργώ, βρίσκομαι σε κίνηση, δουλεύω: Οι μηχανές του εργοστασίου εργάζονται κανονικά. || για καταστήματα, υπηρεσίες κτλ.: Tο μαγαζί μας εργάζεται με ορισμένη πελατεία. Tην Kυριακή οι δημόσιες υπηρεσίες δεν εργάζονται, παραμένουν κλειστές. ΦΡ ο χρόνος εργάζεται για κπ., το πέρασμά του τον ωφελεί.

[λόγ. < αρχ. ἐργάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες