Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ερανίζομαι [eranízome] Ρ2.1β : (λόγ.) επιλέγω από ένα κείμενο ορισμένες φράσεις, χωρία κτλ., συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, και τα συγκεντρώνω ή τα χρησιμοποιώ: Στο βιβλίο αυτό παρατίθενται στίχοι τους οποίους ο συγγραφέας έχει ερανισθεί από τα ομηρικά έπη. Bιβλίο με ρητά που έχουν ερανισθεί από τη Bίβλο.
[λόγ. < αρχ. ἐρανίζομαι `συλλέγω, δανείζομαι΄]