Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπώ
1 εγγραφή
επισκοπώ [episkopó] -ούμαι Ρ10.9 : (σπάν.) κάνω επισκόπηση, εξετάζω, συνήθ. σύντομα, ένα σύνολο γεγονότων, πράξεων, πραγμάτων κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἐπισκοπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες