Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιλαρχία η [epilarxía] Ο25 : (στρατ.) μονάδα του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), που αντιστοιχεί προς το τάγμα του πεζικού: ~ μέσων αρμάτων. || ~ υποστηρίξεως*.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιλαρχία `διπλή ίλη, δηλ. 128 ιππείς΄]