Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επικήδειος -α -ο [epikíδios] Ε6 : που έχει σχέση με την κηδεία: Επικήδει ες τελετές. || (ως ουσ.) ο επικήδειος, λόγος που εκφωνείται κατά τη διάρκεια κηδείας με στόχο τον έπαινο του νεκρού και την παρηγοριά των συγγενών.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικήδειοι λόγοι (αρχ. ἐπικήδειος ᾠδή `μοιρολόι΄)]
- επικήρυξη η [epikíriksi] Ο33 : προκήρυξη, επίσημη υπόσχεση ορισμένης αμοιβής, συνήθ. χρηματικής, από το κράτος για τη σύλληψη, την ανακάλυψη, το φόνο ή την παροχή πληροφοριών για πρόσωπο που καταζητείται ως επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια: Έγινε ~ των ληστών / των τρομοκρατών. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Πρόδωσε το συνένοχό του για να πάρει την ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπικήρυξις (-σις > -ση)]
- επικηρύσσω [epikiríso] -ομαι Ρ2.2 : κάνω επικήρυξη: Επικηρυγμένος ληστής / τρομοκράτης / δραπέτης. Tον επικήρυξαν για εκατό εκατομμύρια δραχμές.
[λόγ. < αρχ. ἐπικηρύσσω]
- επικός -ή -ό [epikós] Ε1 : που αναφέρεται στο έπος: ~ ποιητής. Επική ποίηση. Επικό ποίημα. α. (ιδίως για το ηρωικό έπος): Ένας ~ ήρωας. Ο ~ κύκλος, το σύνολο των επικών ποιημάτων της πρώιμης ελληνικής αρχαιότητας εκτός από τα ομηρικά και τα ησιόδεια· κύκλια έπη. β. (μτφ.) που θυμίζει ηρωικό έπος ή εποποιία από άποψη προσώπων και γεγονότων: Ένας ~ αγώνας. Επική μάχη / προσπάθεια.
[λόγ.: α: ελνστ. ἐπικός· β: γαλλ. épique (στη νέα σημ.) < λατ. epicus < ελνστ. ἐπικός]