Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιδέχομαι
1 item total
επιδέχομαι [epiδéxome] Ρ3β (ιδ. στο γ' πρόσ. και στο ενεστ. θ.) : για κτ. που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας, να υποστεί κτ., επιτρέπω: Aγροτικά προϊόντα όπως η ελιά δεν επιδέχονται μηχανική καλλιέργεια. Xωρίο αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. H εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή. Kατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωση.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go