Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επαιτ
3 items total [1 - 3]
επαιτεία η [epetía] Ο25 : (λόγ.) η ζητιανιά: Aπαγορεύεται η ~. Kαταδικάστηκε για εξώθηση ανηλίκου σε ~. ΦΡ περιφέρω το δίσκο* της επαιτείας.

[λόγ. επαιτ(ώ) -εία]

επαίτης ο [epétis] Ο10 : (λόγ.) ο ζητιάνος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαίτης]

επαιτώ [epetó] Ρ10.9α : (λόγ.) ζητιανεύω.

[λόγ. < αρχ. ἐπαιτῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go