Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επίταξη η [epítaksi] Ο33 : διοικητική πράξη συνταγματικά κατοχυρωμένη με την οποία το κράτος παίρνει προσωρινά ορισμένα ιδιωτικά αγαθά και τα χρησιμοποιεί με σκοπό την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών: Aποφασίστηκε η ~ των φορτηγών και η επιστράτευση των οδηγών τους. Στρατιωτικές επιτάξεις, που γίνονται από τις στρατιωτικές αρχές σε καιρό επιστράτευσης και ιδίως πολέμου. ~ φορτηγών ζώων / αυτοκινήτων / κτιρίων. ~ τροφίμων, υποχρεωτική παράδοσή τους στο στρατό. ~ πολιτών, για υποχρεωτική εργασία.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίταξις (-σις > -ση) `απαίτηση φόρου΄, αρχ. σημ.: `επιταγή, εντολή΄ σημδ. γαλλ. requisition]