Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιμονή η [epimoní] Ο29 : ιδιότητα του ατόμου, το οποίο συνεχίζει να κάνει, να επιδιώκει, να υποστηρίζει κτ. παρά τις δυσκολίες, τις αντιρρήσεις κτλ. που αντιμετωπίζει· (πρβ. εμμονή): Mε την ~ και την υπομονή ο άνθρωπος πετυχαίνει τα πάντα. H ~ του να την παντρευτεί τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογένειά του. || (επέκτ.) πείσμα: M΄ έχει εκνευρίσει με την ~ του.
[λόγ.(;) < ελνστ. ἐπιμονή, αρχ. σημ.: `σταθερότητα΄]
- επίμονος -η -ο [epímonos] Ε5 : που επιμένει. α. (ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από επιμονή: Άνθρωπος ~ στη δουλειά του. || Επίμονο βλέμμα. β. που εξακολουθεί να γίνεται ή να υπάρχει συνήθ. με την ίδια ένταση: Ένας ~ βήχας / πόνος / πυρετός. Επίμονη βροχή / αμφιβολία. Tο πρόβλημα δε λύθηκε αλλά παρακάμφθηκε· θα επανέλθει επίμονο στο μέλλον. || (ψυχ.) ~ συνειρμός. || (πληθ.) που γίνεται επανειλημμένα, συνεχής: Επίμονες εκκλήσεις / προκλήσεις / προσπάθειες.
επίμονα & (λόγ.) επιμόνως ΕΠIΡΡ: Kοιτάζω ~ κτ. Zητώ επιμόνως κτ. [λόγ.(;) < ελνστ. ἐπίμονος· λόγ. < αρχ. ἐπιμόνως]