Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εξηντάρης
1 item total
εξηντάρης ο [eksindáris] Ο11 θηλ. εξηντάρα [eksindára] Ο25α : I.για πρόσωπο που έχει ηλικία εξήντα (περίπου) ετών: Ένας καλοστεκούμενος ~. || (ως επίθ.) εξηντάχρονος: ~ άνθρωπος. II. (θηλ. και ως επίθ.) λαμπτήρας με ισχύ εξήντα βατ.

[εξήντ(α) -άρης· εξηντάρ(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go