Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξέχων
1 εγγραφή
εξέχων -ουσα -ον [ekséxon] Ε12 : (λόγ., για πρόσ.) που είναι πολύ σημαντικός με συνέπεια να ξεχωρίζει από τους άλλους, να είναι ευρύτερα γνωστός: Ένας ~ επιστήμονας / πολιτικός. Εξέχουσα φυσιογνωμία / προσωπικότητα. || (μαθημ.) Εξέχουσα γωνία, επίπεδη ή στερεά γωνία που αποτελεί μέρος της επιφάνειας ή της περιμέτρου ενός σχήματος και έχει το άνοιγμά της στραμμένο προς τα μέσα. ANT εισέχων.

[λόγ. < αρχ. ἐξέχων μεε. του ἐξέχω, ελνστ. φρ. ὁ ἐξέχων ἀνήρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες