Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενόντα
1 item total
ενόντα τα [enónda] Ο52 (μόνο στη γεν. πληθ.) : (λόγ.) στην έκφραση εκ των ενόντων, με όσα και όποια μέσα, στοιχεία κτλ. υπάρχουν συμπτωματικά, χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό· (πρβ. πρόχειρα): Είχαμε μια εκ των ενόντων συζήτηση. Tο πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, για να το αντιμετωπίσουμε εκ των ενόντων.

[λόγ. < αρχ. τά ἐνόντα `όλα τα πιθανά΄, αρχ. φρ. ἐκ τῶν ἐνόντων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go