Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενυπόστατος
1 εγγραφή
ενυπόστατος -η -ο [enipóstatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει υπόσταση, που υπάρχει πράγματι. ANT ανυπόστατος.

[λόγ. < ελνστ. ἐνυπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες