Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ενυδρείο
1 item total
ενυδρείο το [eniδrío] Ο39 : οποιουδήποτε μεγέθους δεξαμενή στην οποία φιλοξενούνται υδρόβια ζώα (ψάρια κτλ.) για επίδειξη ή για επιστημονική παρατήρηση.

[λόγ. ένυδρ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. aquarium (στη νέα σημ.) < λατ. aqua rium `δεξαμενή΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go