Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενυδατώνω [eniδatóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ ενυδάτωση. ANT αφυδατώνω: Ενυδατώνουμε το δέρμα με τη χρήση καλλυντικών.
[λόγ. εν- ελνστ. ὑδατ(ῶ) `είμαι υγρός΄ -ώνω μτφρδ. γαλλ. hydrater]