Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εννοώ
1 εγγραφή
εννοώ [enoó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.έχω στο νου, στη σκέψη μου κτ.: Tι εννοείς όταν λες αυτά; Δεν ξέρω τι εννοούσες, αλλά εγώ αυτό κατάλαβα. 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ.: Δεν ~ ποια είναι η διαφορά / τη διαφορά. Aν εννόησα καλά, συμφωνείς. || (προφ.) ~ κπ., κατανοώ τα λεγόμενά του. Δε με εννόησες καλά· άλλο είπα. 3. έχω τη σταθερή απόφαση να κάνω κτ., επιμένω: ~ να γίνει και θα γίνει ό,τι θέλω. (έκφρ.) δεν ~ να (κάνω κτ.), αρνούμαι πεισματικά να (κάνω κτ.), επιμένω να μην (κάνω κτ.). όταν λέω κάτι το ~, δε θα δεχτώ καμιά, έστω και την ελάχιστη, υποχώρηση. 4. (παθ., στο γ' εν. πρόσ.) εννοείται, είναι αυτονόητο: Εννοείται ότι θα έρθεις κι εσύ· δε χρειάζεται να σ΄ το πούμε ιδιαιτέρως. (έκφρ.) τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται*.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἐννοῶ· 3: & σημδ. αγγλ. mean· 4: σημδ. γαλλ. (bien) entendu]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες