Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμφιαλώνω
1 εγγραφή
εμφιαλώνω [emfialóno] -ομαι Ρ1 : συσκευάζω, μεταγγίζω σε φιάλη και σφραγίζω υγρό (συνήθ. ποτό, νερό κτλ.): Παρασκευάζεται και εμφιαλώνεται από την τάδε εταιρεία. || (συνήθ. μππ.): Εμφιαλωμένο κρασί. ANT κρασί χύμα, βαρελίσιο. Εμφιαλωμένο νερό. ANT νερό της βρύσης. || (ως ουσ.) το εμφιαλωμένο, για εμφιαλωμένο κρασί ή νερό.

[λόγ. εμ- (δες εν-) φιάλ(η) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. embouteiller]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες