Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμβαλωματικός -ή -ό [emvalomatikós] Ε1 : μόνο στην έκφραση εμβαλωματική λύση, πρόχειρη και προσωρινή, όχι οριστική ή ριζική· (πρβ. μπάλωμα2).
[λόγ. εμβαλωματ- (εμβάλωμα, λόγ. επίδρ. στο νεοελλ. μπάλω μα δες στο μπαλώνω) -ικός]