Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ελλιμενισμός
1 item total
ελλιμενισμός ο [elimenizmós] Ο17 : (λόγ.) είσοδος και παραμονή σε λιμάνι· άραγμα: Άδεια ελλιμενισμού.

[λόγ. ελλιμενισ- (ελλιμενίζομαι) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go