Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελληνιστής
1 εγγραφή
ελληνιστής ο [elinistís] Ο7 θηλ. ελληνίστρια [elinístria] Ο27 : 1.ο ειδικός στη μελέτη της αρχαίας, μεσαιωνικής ή νέας ελληνικής γραμματείας και γλώσσας. 2. (ειδ.) για τους μη Έλληνες και κυρίως τους Iουδαίους συγγραφείς των ελληνιστικών χρόνων που έγραψαν στην ελληνική γλώσσα.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἑλληνιστής· 1: σημδ. γαλλ. helléniste & αγγλ. hellenist (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἑλληνιστής· λόγ. ελληνισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες