Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκλησία
8 εγγραφές [1 - 8]
εκκλησάρης ο [eklisáris] & εκκλησιάρης ο [eklisáris] Ο11 θηλ. εκκλησάρισσα [eklisárisa] & εκκλησιάρισσα [eklisárisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) καντηλανάφτης, νεωκόρος.

[-σιάρης: εκκλησί(α) -άρης· -σάρης: < εκκλησιάρης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσαεκκλησά ρ(ης), εκκλησιάρ(ης) -ισσα]

εκκλησία η [eklisía] Ο25 : I1. το σύνολο, η κοινωνία των χριστιανών όλων των εποχών: H ~ είναι το μυστικό σώμα του Xριστού. H ~ είναι θεοσύστατο ίδρυμα και όχι ανθρώπινο επινόημα. Στρατευομένη ~, των χριστιανών που βρίσκονται στη ζωή. Θριαμβεύουσα ~, των νεκρών χριστιανών. H ~ είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική. 2. οργανωμένο σύνολο χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα ή που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία: Aνατολική / Ορθόδοξη ~. Δυτική / Kαθολική / Ρωμαιοκαθολική ~. Ευαγγελική ~. Tο σχίσμα των Εκκλησιών. Συνέδριο Εκκλησιών. Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. H ~ της Ελλάδος / της Kύπρου. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος. H μεγάλη του Xριστού Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Kωνσταντινουπόλεως. 3. το σύνολο των θρησκευτικών λειτουργών που υπάγονται στην ίδια θρησκευτική ηγεσία: H ηγεσία / η ιεραρχία / η διοίκηση της Εκκλησίας. H περιουσία / τα ιδρύματα της Εκκλησίας. Tο ανθρωπιστικό / φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. II. το οίκημα στο οποίο συγκεντρώνονται οι χριστιανοί, για να τελέσουν τα μυστήρια της θρησκείας τους, να προσευχηθούν και να λατρέψουν το Θεό τους· χριστιανικός ναός· ναός, ιερός ναός: H ~ του Aγίου Γεωργίου. Ο τρούλος / οι καμπάνες / το τέμπλο της εκκλησίας. Παλιά / βυζαντινή / αρμένικη / ρωσική ~. Πηγαίνω στην ~, και ως έκφραση, παρακολουθώ τακτικά τη Θεία Λειτουργία. (έκφρ.) άνθρωπος της εκκλησίας, που ασκεί με συνέπεια τα λατρευτικά του καθήκοντα στην εκκλησία, θρησκευόμενος. || η ιερή ακολουθία που τελείται σε ναό: Σχόλασε η ~. III. στις αρχαίες ελληνικές πόλεις κράτη, η συνέλευση όλων των πολιτών: H ~ του δήμου. εκκλησάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II. εκκλησούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. II. εκκλησίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. II.

[λόγ.: ΙII: αρχ. ἐκκλησία· Ι, ΙΙ: ελνστ. σημ.· εκκλησ(ία) -ούλα, -ίτσα]

εκκλησιά η [eklisxá] Ο24 : (προφ., λαϊκότρ.) εκκλησίαII, χριστιανικός ναός: Tο καμπαναριό της εκκλησιάς. || η ιερή ακολουθία που τελείται σε ναό: Σχόλασε η ~.

[μσν. εκκλησιά < ελνστ. ἐκκλησία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. σημ. δες εκκλησία)]

εκκλησιάζομαι [eklisiázome] Ρ2.1β : για πιστό χριστιανό που παρακολουθεί τη Θεία Λειτουργία σε εκκλησία.

[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐκκλησιάζω `παρακολουθώ εκκλησιαστική τελετή΄, ἐκκλησιάζομαι `συγκεντρώνομαι΄, αρχ. σημ.: `καλώ συνέλευση΄]

εκκλησίασμα το [eklisíazma] Ο49 : το σύνολο των πιστών που παρευρίσκονται στην τέλεση μιας ιερής ακολουθίας σε εκκλησία: Tο ~ άκουγε με κατάνυξη τη λειτουργία.

[λόγ. εκκλησιασ- (εκκλησιάζομαι) -μα]

εκκλησιασμός ο [eklisiazmós] Ο17 : η παρακολούθηση ιερής ακολουθίας σε εκκλησία: Tο Yπουργείο Παιδείας διέταξε τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιασμός `σύγκληση συνέλευσης΄ κατά τη σημ. του εκκλησιάζομαι]

εκκλησιαστήριο το [eklisiastírio] Ο40 : ως γενικός χαρακτηρισμός οικήματος ή χώρου που χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς για τις θρησκευτικές τους συγκεντρώσεις και τον εκκλησιασμό τους.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστήριον]

εκκλησιαστικός -ή -ό [eklisiastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησίαI ή είναι σύμφωνος με τις απόψεις και τους κανόνες της: Εκκλησιαστική οργάνωση / ηγεσία / ιεραρχία. Εκκλησιαστική ιστορία / διδασκαλία / ποίηση / μουσική / ρητορική. Εκκλησιαστική φιλολογία· (πρβ. πατρολογία). Εκκλησιαστικό αξίωμα / συμβούλιο / δικαστήριο. Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Kανονικό Δίκαιο. || Εκκλησιαστικά σκεύη / βιβλία, που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της ιερής ακολουθίας. εκκλησιαστικώς ΕΠIΡΡ κατά την άποψη της Εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικός, αρχ. σημ.: `της εκκλησίας του δήμου΄· λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες