Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισβάλλω
1 εγγραφή
εισβάλλω [izválo] Ρ πρτ. εισέβαλλα, αόρ. εισέβαλα, απαρέμφ. εισβάλει : εισέρχομαι, μπαίνω βίαια και ορμητικά. 1. (σε πραγματικό χώρο) α. εισέρχομαι, μπαίνω βίαια σε χώρα, περιοχή κτλ. ως εχθρός: Εχθρικά στρατεύματα επιχείρησαν να εισβάλουν σε συμμαχικό έδαφος, αλλά αποκρούστηκαν. β. εισέρχομαι, μπαίνω βίαια σε χώρο, με εχθρική, επιθετική διάθεση: Οι διαδηλωτές διέσπασαν τον κλοιό της αστυνομίας και εισέβαλαν στο κτίριο. || εισέρχομαι, μπαίνω ορμητικά και αιφνιδιαστικά: Εισέβαλε στην αίθουσα φανερά οργισμένος. 2. (μτφ., σε νοητό χώρο) α. εισέρχομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι με έναν τρόπο ορμητικό, δυναμικό: Εισέβαλε στην πολιτική ζωή. β. καθιερώνομαι ως κτ. που ανατρέπει ή μεταβάλλει μια υπάρχουσα κατάσταση: H τηλεόραση έχει εισβάλει για τα καλά στη ζωή μας.

[λόγ. < αρχ. εἰσβάλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες