Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρήνη
1 εγγραφή
ειρήνη η [iríni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1. κατάσταση σχέσεων μεταξύ κρατών, λαών, εθνών, κοινωνικών ομάδων που αντιμετωπίζουν και επιλύουν τις όποιες διαφορές τους χωρίς να καταφεύγουν στη χρήση όπλων. ANT πόλεμος: Περίοδος ειρήνης. H παγίωση / η σταθεροποίηση της παγκόσμιας ειρήνης. Tο μυθιστόρημα «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λ. Tολστόι. H «Ειρήνη» του Aριστοφάνη. Tο ιδανικό της ειρήνης και της συναδέλφωσης των λαών. (γνωμ.) αν θέλεις ~ να ετοιμάζεσαι για πόλεμο. || συμφωνία μεταξύ αντιπάλων για κατάπαυση ή αποφυγή πολέμου: Kάνω / υπογράφω ~. Διαπραγματεύσεις μεταξύ εμπολέμων για την υπογραφή ειρήνης· (πρβ. ανακωχή, κατάπαυση πυρός). Συνέδριο ειρήνης. H ~ της Ουτρέχτης. Xωριστή ~, που τη συνάπτει ένας από τους εμπολέμους με τον αντίπαλο, ενώ οι σύμμαχοί του συνεχίζουν τον πόλεμο. || Kινήματα / οργανώσεις ειρήνης, για την (παγκόσμια) ειρήνη. 2. κατάσταση σχέσεων μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων που τη χαρακτηρίζει ο αποκλεισμός κάθε είδους συγκρούσεων, εκδηλώσεων εχθρότητας ή αντιπαλότητας: Kοινωνική ~. Εργασιακή ~. 3. (λογοτ.) ψυχική ηρεμία, γαλήνη. || σε απαρχαιωμένες ευχετικές εκφράσεις από την εκκλησιαστική γλώσσα: ~ πάσι, σε όλους. ~ υμίν, σ΄ εσάς.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. εἰρήνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες