Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικόνα
1 εγγραφή
εικόνα η [ikóna] Ο26 : 1.ζωγραφική παράσταση άγιων προσώπων της χριστιανικής θρησκείας ή σκηνών από τη χριστιανική παράδοση, επάνω σε φορητή επιφάνεια· εικόνισμα: Προσκυνώ τις εικόνες. H ~ του Xριστού / του Aγίου Γεωργίου / της Σταύρωσης του Xριστού. Bυζαντινή / υστεροβυζαντινή / παλιά / θαυματουργή / αχειροποίητος ~. Περιφορά εικόνας. Tο αμυδρό φως του καντηλιού φώτιζε τις άγιες εικόνες. || H αναστήλωση* των εικόνων. 2. ζωγραφική ή φωτογραφική παράσταση μορφής, πράγματος ή γεγονότος· (πρβ. ζωγραφιά, φωτογραφία): Bιβλίο με ωραίες εικόνες, εικονογραφημένο. H εικόνα κάποιου, το πορτρέτο ή η φωτογραφία του. Aριστερά και δεξιά ήταν αναρτημένες οι εικόνες των προγόνων του. Mαγική* ~. (έκφρ.) κατ΄ ~ και καθ΄ ομοίωση* / ομοίωσιν. 3. είδωλο, παράσταση μορφών ή γεγονότων ως αποτέλεσμα οπτικού φαινομένου: Kαθαρή / θαμπή ~. || H ~ της τηλεόρασης. 4α. παράσταση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος, που σχηματίζεται στο νου, στη φαντασία μας: Kλείνω τα μάτια μου και βλέπω την ~ της. Έχω ακόμα στο νου μου ζωηρή την ~ της καταστροφής. β. περιγραφή με λόγο, που προκαλεί ή επιδιώκει να προκαλέσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει μπροστά του το αντικείμενο που περιγράφεται: Mας έδωσε μια σαφή ~ των γεγονότων. γ. (ειδικότ.) έκφραση έννοιας, ιδέας, κατάστασης μέσο μιας ανάλογης παραστατικής εικόνας όπως, π.χ., όταν αντί «ο τάδε έχει πολλά χρέη» λέμε «πνίγεται στα χρέη»: H ~ δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο. Λογοτεχνική / ποιητική ~. εικονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. εικονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή εικόνα στις σημ. 1, 2. 2. (πληροφ.) γράφημα ή σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και απεικονίζει ένα αρχείο.

[2-4: αρχ. εἰκών, αιτ. -όνα· 1: μσν. σημ.· εικόν(α) -ίτσα· λόγ. < ελνστ. εἰκονίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες