Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνόσημο
1 εγγραφή
εθνόσημο το [eθnósimo] Ο40 : διακριτικό σήμα (στη στολή ή στο πηλίκιο των στρατιωτικών) με την παράσταση του εθνικού (κρατικού) εμβλήματος.

[λόγ. εθνο- + -σημον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες