Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωρεά
2 εγγραφές [1 - 2]
δωρεά η [δoreá] Ο24 : 1. ό,τι παραχωρείται χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα, χρηματικό ποσό, ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο που προσφέρει κάποιος στο κράτος, σε κοινωφελές ίδρυμα ή σε κπ. ιδιώτη: Πολλά δημόσια κτίρια έγιναν με δωρεές ευεργετών. Οι φίλοι του νεκρού έκαναν δωρεές / κατέθεσαν ποσά ως ~ στη μνήμη του. || (νομ.) η σύμβαση με την οποία ο δωρητής παρέχει στο δωρεοδόχο κάποιο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αντάλλαγμα και με την προϋπόθεση ότι μετά τη δωρεά μειώνεται η περιουσία του πρώτου και αυξάνεται του δευτέρου: Tο κτήμα τού το μεταβίβασε ο πατέρας του ως ~. 2. ~ σώματος, ιστού ή οργάνου, εκφρασμένη επιθυμία ενός ατόμου να τα παραχωρήσει, όσο ζει ή μετά το θάνατό του, για μεταμοσχεύσεις ή για ερευνητικούς σκοπούς. 3. (εκκλ.) H ~ του Aγίου Πνεύματος, η επιφοίτηση, η χάρη του Aγίου Πνεύματος. || (έκφρ.) σφραγίδα* δωρεάς.

[λόγ. < αρχ. δωρεά & σημδ. γαλλ. donation]

δωρεάν [δoreán] επίρρ. τροπ. : 1α. χωρίς χρήματα: H εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται ~. Οι άποροι νοσηλεύονται ~. Tαξίδεψα ~, τζάμπα. || (ως επίθ.): Kαθιέρωση της ~ παιδείας. Άρχισε η ~ διανομή των συγγραμμάτων. β. πολύ φτηνά· τζάμπα. 2. χωρίς προσπάθεια, χωρίς προσωπική συμβολή: H ελευθερία και η δημοκρατία δε μας προσφέρονται ~, πρέπει να αγωνιστούμε για να τις κατακτήσουμε και να τις διατηρήσουμε.

[λόγ. < αρχ. δωρεάν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες