Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυϊστής
1 εγγραφή
δυϊστής ο [δiistís] Ο7 : (φιλοσ.) ο οπαδός του δυϊσμού.

[λόγ. δυ(ϊσμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. dualiste]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες