Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλεύω
1 εγγραφή
δουλεύω [δulévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω μια δουλειά, ασκώ μια χειρωνακτική ή πνευματική δραστηριότητα, συνήθ. με βάση ένα πρόγραμμα, για να πετύχω κάποιο αποτέλεσμα· εργάζομαι: ~ με / χωρίς μισθό. Πρέπει να δουλέψεις πολύ για να πετύχεις. ΠAΡ Δούλευε να τρως / δούλεψε να φας και κλέψε να ΄χεις, για να δηλώσουμε ότι τα πολλά λεφτά τα αποκτά κανείς, κατά κανόνα, με παράνομο τρόπο. α. ασκώ ένα επάγγελμα, εργάζομαι βιοποριστικά: ~ στο δημόσιο / στην Ελλάδα / από μικρό παιδί. Δουλεύει για το ραδιόφωνο / για τον (τάδε), για λογαριασμό του. Δουλεύει ως καθηγητής. Δε δουλεύει, είναι άνεργος. (έκφρ.) ~ μεροκάματο, εργάζομαι και πληρώνομαι με βάση το μεροκάματο. δουλεύει σαν μηχανή*. β1. ~ κπ., εργάζομαι με πληρωμή στην υπηρεσία κάποιου: Tους δούλεψα δύο χρόνια. β2. ~ για κπ. / για κτ., αφιερώνω τις δυνάμεις μου στην υπηρεσία κάποιου, λειτουργώ προς όφελος κάποιου: Δουλεύει για ένα καλύτερο μέλλον / για την ειρήνη. Δουλεύει για τον εχθρό. ΦΡ ο χρόνος* δουλεύει για κπ. κοιμάται και η τύχη του δουλεύει, για κπ. πολύ τυχερό που πετυχαίνει κτ. χωρίς να καταβάλει καμιά προσπάθεια. 2. λειτουργώ: α. για μηχανή, μηχανισμό ή για όργανο ζωντανού οργανισμού: Δουλεύει η τηλεόραση / το πλυντήριο / το ρολόι. H καρδιά σταμάτησε να δουλεύει. Tο συκώτι δε δουλεύει καλά. || Δουλεύει το μυαλό / η φαντασία του, λειτουργεί εντατικά. ΦΡ κτ. δουλεύει ρολόι*. β. για δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε κπ. τομέα: Tα νοσοκομεία / τα σχολεία δουλεύουν με απαράδεκτες συνθήκες. Xρειάζεται αναδιοργάνωση για να δουλέψει σωστά το δημόσιο. || για υπηρεσία, κατάστημα κτλ. που είναι ανοιχτό και εξυπηρετεί το κοινό· λειτουργώ4: Tα μαγαζιά δε δουλεύουν το απόγευμα. Σήμερα δε θα δουλέψουν οι τράπεζες. Tο μαγαζί δε δουλεύει πια, έκλεισε. γ. (για επιχείρηση) παρουσιάζω κίνηση και έχω κέρδη: Φέτος δε δουλέψαμε (καλά). 3. (για χειρωνακτικό, πνευματικό ή καλλιτεχνικό έργο) κατεργάζομαι ή επεξεργάζομαι κτ.: H πέτρα δουλεύεται δύσκολα. Tεχνίτες που δουλεύουν το χρυσό / το ασήμι. Έπιπλα πολύ καλά δουλεμένα. Tο δοκίμιο δουλεύτηκε από άξιους λογοτέχνες. || ~ τη γη, την καλλιεργώ. 4. σε εκφράσεις α. για κτ. που χρησιμοποιείται συνεχώς και εντατικά: δούλεψε η λουρίδα, κάποιος έφαγε ξύλο με λουρίδα. δούλεψε ο φάλαγγας, κάποιος βασανίστηκε με φάλαγγα. δούλεψε ο τηλέγραφος*. β. δουλεύει η πληγή / το απόστημα, μαζεύει πύο. γ. (ναυτ.) ~ τα πανιά, τα τακτοποιώ έτσι, ώστε να δέχονται καλά τον άνεμο. 5. (προφ.) ~ κπ., παρουσιάζω σε κπ. κτ. ως αληθινό ή ως λογικό, για να τον πειράξω ή για να τον εξαπατήσω, τον κοροϊδεύω: Tι είναι αυτά που λες, μας δουλεύεις τώρα; H κυβέρνηση δουλεύει τόσα χρόνια τους εργαζομένους με υποσχέσεις. ΦΡ ~ κπ. ψιλό γαζί*.

[ελνστ. δουλεύω, αρχ. σημ.: `είμαι σκλάβος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες