Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διχογνωμώ
1 εγγραφή
διχογνωμώ [δixoγnomó] Ρ10.9α : έχω και υποστηρίζω μια αντίθετη γνώ μη, διαφωνώ με κτ.

[λόγ. < ελνστ. διχογνωμῶ (αρχ. διχογνωμονῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες