Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διπλο- [δiplo] & διπλό- [δipló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & διπλ- [δipl], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει διπλασιασμό, επανάληψη της έννοιας ή του στοιχείου που εκφράζει το β' συνθετικό: διπλόφαρδος· ~διασταύρωση, ~κατοικία, ~κόπια, ~πώληση. || (επιστ.) διπλόποδα, διπλόπτερα, με διπλό ζεύγος ποδιών, πτερύγων· διπλωπία. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρουσιάζει και δεύτερη, διαφορετική εκδοχή παράλληλα με την πρώτη που είναι συνήθ. πιο γνωστή και καθιερωμένη: ~σήμαντος· (γραμμ.) ~κατάληκτος, διπλόκλιτος, ~σχημάτιστος. 3. με επιτατική λειτουργία δηλώνει ότι: α. γίνεται δύο φορές, πολύ καλά η ενέργεια που εκφράζει το ρήμα του β' συνθετικού· (πρβ. ξανα-): ~ελέγχω, ~θεμελιώνω, ~κλειδώνω, ~κοσκινίζω, ~μανταλώνω, ~στερεώνω. β. γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~καθίζω· ~παρακαλώ, θερμοπαρακαλώ· ~κακομοίρης, ~κακορίζικος.
[μσν. διπλ(ο)- θ. του αριθμτ. διπλ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. διπλο-μανταλώνω, διπλο-καλαμαράτος `με διπλό καλαμάρι 2΄ & λόγ. (ιδ. στη σημ. 2) < ελνστ. διπλ(ο)- θ. του αρχ. αριθμτ. διπλ(οῦς) `διπλός΄ -ο- : ελνστ. διπλο-σήμαντος `δίσημος΄ & διεθ. dipl(o)- < θ. του αρχ. διπλοῦς: διπλ-ωπία < γαλλ. diplopie, διπλό-πτερα < νλατ. diploptera]
- διπλογραφία η [δiploγrafía] Ο25 : (λογιστ.) η διπλή εγγραφή· διπλογραφική μέθοδος, διπλογραφικό σύστημα.
[λόγ. διπλο- + -γραφία μτφρδ. γαλλ. digraphie, di- = διπλο- + -graphie = -γραφία]
- διπλογραφικός -ή -ό [δiploγrafikós] Ε1 : (λογιστ.) διπλογραφική μέθοδος / διπλογραφικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο, κάθε οικονομική πράξη καταχωρίζεται με το ίδιο ποσό δύο φορές, στη χρέωση και στην πίστωση δύο ή περισσότερων λογαριασμών, ώστε ο διαχειριστικός έλεγχος να είναι πιο ευχερής· διπλογραφία.
[λόγ. διπλογραφ(ία) -ικός]
- διπλόγραφο το [δiplóγrafo] Ο40 : (λογιστ.) διπλό αντίγραφο.
[λόγ. διπλο(γραφία) -γραφον (δες -γραφος)]
- διπλοδοντικός -ή -ό [δiploδondikós] Ε1 : (γραμμ., παρωχ.) διπλοδοντικά σύμφωνα, τα συριστικά σύμφωνα.
[λόγ. διπλ(ο)- + οδοντικός]
- διπλοθεσία η [δiploθesía] Ο25 : η κατάληψη δύο θέσεων εργασίας από τον ίδιο εργαζόμενο: H κυβέρνηση θα προβεί σε κατάργηση της διπλοθεσίας.
[λόγ. διπλο- + θέσ(ις) -ία]
- διπλοθεσίτης ο [δiploθesítis] Ο10 θηλ. διπλοθεσίτισσα [δiploθesítisa] Ο27 : αυτός που κατέχει δύο θέσεις εργασίας, χαριστικά και εις βάρος των άλλων εργαζομένων ή των ανέργων.
[λόγ. διπλοθεσ(ία) -ίτης· διπλοθεσίτ(ης) -ισσα]
- διπλοκατάληκτος -η -ο [δiplokatáliktos] Ε5 : (γραμμ.) για ουσιαστικό που σχηματίζει δύο τύπους στον ενικό ή στον πληθυντικό.
[λόγ. διπλο- + καταληκ- (κατάληξις) -τος]
- διπλοκατοικία η [δiplokatikía] Ο25 : οικοδομή με δύο κατοικίες: Mονώροφη / διώροφη ~.
[λόγ. διπλο- + κατοικία κατά το μονοκατοικία]
- διπλοκλειδώνω [δiplokliδóno] -ομαι Ρ1 : 1. κλειδώνω γυρίζοντας δύο φορές το κλειδί στην κλειδαριά: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || κλειδώνω κτ. με πολύ ασφαλή τρόπο: Διπλοκλειδωμένες πόρτες και παράθυρα, διπλομανταλωμένες. 2. (για πρόσ., συνήθ. παθ.) α. ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και δε βγαίνω έξω· διπλομανταλώνομαι: Tη νύχτα διπλοκλειδώνομαι, γιατί φοβάμαι τους διαρρήκτες. β. (μτφ.) για κπ. που αρνείται επίμονα να δεχτεί κπ. στο σπίτι του, που απομονώνεται από τους άλλους ανθρώπους.
[διπλο- + κλειδώνω]



