Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαίσθηση
1 εγγραφή
διαίσθηση η [δiésθisi] Ο33 : απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη, η έκτη αίσθηση· (πρβ. ενόραση): Γυναικεία ~. H διαίσθησή μου μου λέει ότι είναι τίμιος. H διαίσθησή μου δε με γελάει ποτέ.

[λόγ. < ελνστ. διαίσθη(σις) `σαφής αντίληψη΄ -ση σημδ. γαλλ. intuition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες