Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δε
244 εγγραφές [1 - 10]
δε 1 [δé] σύνδ. : (λόγ.) 1. αντιθετικός σε στερεότυπη εκφορά, προκειμένου να εκθέσει ο ομιλητής δύο ισοδύναμους όρους, προτάσεις: αφενός μεν… αφετέρου ~, από τη μια… από την άλλη: Aφενός μεν δεν έχω τα χρήματα αφετέρου ~ δεν το θεωρώ απαραίτητο. άλλοτε μεν… άλλοτε ~, και άλλοτε, άλλοτε πάλι: Άλλοτε μεν ήταν χαρούμενος, άλλοτε ~ λυπημένος. || σε θέση ουσιαστικού: οι / τα μεν και οι / τα ~, για πρόσωπα ή πράγματα που ομαδοποιούνται σε δύο κατηγορίες, ομάδες με βάση κάποιο κριτήριο: Για τους μεν άντρες το όριο είναι τα εξήντα πέντε χρόνια, για τις ~ γυναίκες τα εξήντα. 2. ως μεταβατικός: Ο ~ μαθητής άκουγε προσεκτικά.

[λόγ. < αρχ. δέ]

δεδηλωμένος -η -ο [δeδiloménos] Ε3 : (λόγ.) δηλωμένος: Είναι ~ άθεος. H δεδηλωμένη πλειοψηφία των βουλευτών και κυρίως ως ουσ. η δεδηλωμένη, στην έκφραση η αρχή της δεδηλωμένης, η υποχρέωση του ανώτατου άρχοντα να αναθέτει το σχηματισμό κυβέρνησης στο κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη βουλή.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δηλῶ `δηλώνω΄ & σημδ. γαλλ. déclaré]

δεδικασμένο το [δeδikazméno] Ο39 : (νομ.) η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση.

[λόγ. ουδ. μππ. του αρχ. ρ. δικάζω μτφρδ. γαλλ. chose jugée]

δεδομένος -η -ο [δeδoménos] Ε3 : 1. που είναι καθορισμένος, συγκεκριμένος, γνωστός: Οι δεδομένες οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν… Σε μια δεδομένη στιγμή / περιοχή, κάποια. || που είναι υπαρκτός, αποδεκτός και ως εκ τούτου αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Θεωρώ δεδομένη την αθωότητά του. Είναι δεδομένη η επιτυχία του προγράμματος. Mε δεδομένη την αδυναμία της κυβέρνησης να εισπράξει τους φόρους… 2. (ως σύνδεσμος) δεδομένου ότι, εφόσον, αφού, επειδή: Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού. 3. (ως ουσ.) το δεδομένο: α. στοιχείο γνωστό ή αποδεκτό το οποίο αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Tα δεδομένα του προβλήματος. Επιστημονικά δεδομένα. Tα δεδομένα μας είναι ανεπαρκή. Θεωρώ / παίρνω κτ. ως δεδομένο. || (πληροφ.) κωδικοποιημένα στοιχεία, τα οποία μπορεί να τα δεχτεί, να τα αποθηκεύσει, να τα επεξεργαστεί ή να τα παρουσιάσει ο υπολογιστής: Bάση δεδομένων, σύνολο από δεδομένα που είναι έτσι ταξινομημένα και αποθηκευμένα, ώστε μπορούν να επιλεγούν με διάφορους τρόπους και από διάφορα προγράμματα. β. (πληθ.) κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και που ισχύει: Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα σημερινά δεδομένα.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δίδωμι `δίνω, παραχωρώ επιχείρημα΄ με βάση το ουδ. πληθ. τά δεδομένα (τίτλος συγγράμματος του Ευκλείδη) & σημδ. γαλλ. donnée, les données]

δεδουλευμένος -η -ο [δeδulevménos] Ε3 : για αμοιβή που αντιστοιχεί σε εργασία που έχει ήδη εκτελεστεί: Δεδουλευμένα ημερομίσθια.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δουλεύω `είμαι δούλος΄, μσν. σημ.: `προσφέρω υπηρεσία΄ (σφαλερή δημιουργία: το αρχ. ρ. δουλεύω δεν έχει παθ. φωνή, το νεοελλ. δουλεμένος σημαίνει `επεξεργασμένος΄) μτφρδ. γαλλ. travaillé]

δέηση η [δéisi] Ο33 : προσευχή που απευθύνεται προς το Θεό ως παράκληση ή ικεσία: Στις εκκλησίες αναπέμπονται δεήσεις. || Δέηση, εικονογραφική παράσταση με το Xριστό στο κέντρο, αριστερά την Παναγία και δεξιά τον Πρόδρομο.

[λόγ. < μσν. δέη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `έντονη παράκληση΄]

δείγμα το [δíγma] Ο48 : 1α. μικρή ποσότητα, μέρος ή κομμάτι ενός συνόλου, από το οποίο μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη για το σύνολο: Δόθηκε ~ σταριού για εξέταση. Mοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν. Tο ~ δεν είναι σύμφωνο με το ύφασμα. ~ χωρίς αξία*. || Aπό νωρίς μας έδωσε δείγματα του ταλέντου του. Δείγματα της δουλειάς του μπορείτε να δείτε στο μουσείο του Λούβρου. (έκφρ.) ~ γραφής*. β. Xαρακτηριστι κό / αντιπροσωπευτικό ~, για κπ. ή για κτ. που συγκεντρώνει τα διακριτικά στοιχεία του είδους: Ένα αντιπροσωπευτικό ~ του εκλογικού σώματος / του πληθυσμού. 2. λόγια ή πράξεις με τα οποία εκδηλώνεται, εξωτερικεύεται κάποιο συναίσθημα: ~ φιλίας / αγάπης / ευγνωμοσύνης. Σαν ~ καλής θέλησης.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. δεῖγμα· 1β: σημδ. γαλλ. échantillon]

δειγματίζω [δiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : παρουσιάζω δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματίζω]

δειγματισμός ο [δiγmatizmós] Ο17 : διαδικασία κατά την οποία παρουσιάζεται δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματισμός `επαλήθευση΄ κατά τη σημ. του δειγματίζω]

δειγματοληπτικός -ή -ό [δiγmatoliptikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τη δειγματοληψία: ~ έλεγχος. Δειγματοληπτική έρευνα. δειγματοληπτικά & (λόγ.) δειγματοληπτικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δειγματ- (δείγμα) -ο- + αρχ. ληπτικός `πρόθυμος να δεχτεί΄ απόδ. γαλλ. échantilloneur· λόγ. δειγματοληπτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...25   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες