Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δεξαμενή
1 item total
δεξαμενή η [δeksamení] Ο29 : 1. χτιστή συνήθ. κατασκευή για τη συγκέντρωση και την αποθήκευση σε πολύ μεγάλες ποσότητες κυρίως νερού, αλλά και άλλων υγρών: ~ βρόχινου νερού / υγρών καυσίμων. 2. (μτφ.) απ΄ όπου μπορεί κανείς να αντλεί συνεχώς κτ.: ~ γνώσεων. ~ οπαδών. 3. τεχνική εγκατάσταση σε ναυπηγείο, ναύσταθμο ή λιμάνι όπου μπαίνουν τα πλοία για επισκευή: Mόνιμη / πλωτή ~.

[λόγ. < αρχ. δεξαμενή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go