Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίπολος -η -ο [δípolos] Ε5 : (φυσ.) 1. που έχει δύο πόλους, διπολικός: Δίπολη κεραία, δίπολο. 2. (ως ουσ.) το δίπολο: α1. σύνολο δύο ίσων και ετερώνυμων ηλεκτρικών ή μαγνητικών φορτίων που βρίσκονται σε μικρή μεταξύ τους απόσταση. α2. δίπολη κεραία. β. (μτφ.) δύο έννοιες που αποτελούν τους πόλους γύρω από τους οποίους στρέφεται κτ.: Προβληματισμός γύρω από το δίπολο εθνική ιδέα - εθνική αφύπνιση.
[λόγ. δι- 1 + πόλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. bipolaire (διαφ. το ελνστ. δίπολος `διπλά οργωμένος΄)]



