Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δίκταμο
1 item total
δίκταμο το [δíktamo] Ο41 : αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται για αφέψημα. || το αφέψημα από το παραπάνω φυτό: Ήπια ένα ~.

[λόγ. επίδρ. στη λ. δίχταμο < αρχ. δίκταμ(ν)ον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go