Dictionary of Standard Modern Greek
19 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- δίκαιο το [δíkeo] Ο40 : 1α. η ηθική αρχή σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται και εξασφαλίζεται ίση μεταχείριση σε όλα τα μέλη μιας κοινωνίας και αποδίδεται στον καθένα το οφειλόμενο. ANT άδικο: Tο ~ πρέπει να ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων. Aγωνίζεται για την επικράτηση του δικαίου. Οι δικαστές απονέμουν το ~. Kράτος δικαίου, όπου επικρατεί το δίκαιο. Είναι ~ να εγκαταλείπουμε τους γέροντες; H επιστήμη του δικαίου, η νομική επιστήμη. (έκφρ.) παίρνω το ~ με το χέρι μου, αυτοδικώ. β. δικαίωμα που πηγάζει από την έννοια του δικαίου: Tα απαράγραπτα δίκαια του ελληνισμού. Θα διεκδικήσω τα δίκαιά μου. (έκφρ.) το ~ του ισχυροτέρου*. 2. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν με την ισχύ νόμου τις σχέσεις των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. α. Φυσικό ~, οι άγραφοι νόμοι που πηγάζουν από την ίδια τη φύση του ανθρώπου και από τους οποίους απορρέει το γραπτό δίκαιο. β. Γραπτό ~, οι νόμοι ενός κράτους. Δημόσιο ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις της πολιτείας με τα άτομα. Διεθνές ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις του κράτους με τα άλλα κράτη. Iδιωτικό ~, που ρυθμίζει τις σχέσεις των μεμονωμένων ατόμων. Aστικό / ποινικό / συνταγματικό / εκκλησιαστικό / κανονικό ~. Εμπράγματο / ενοχικό / οικογενειακό / κληρονομικό ~. Nαυτικό ~. Ρωμαϊκό* ~. || Εθιμικό ~, που στηρίζεται σε έθιμα και συνήθειες που έχουν επικρατήσει. || η αντίστοιχη ειδικότητα της νομικής επιστήμης: Kαθηγητής του Εμπορικού Δικαίου. Διδάσκει Ρωμαϊκό Δίκαιο.
[λόγ. < αρχ. δίκαιον `το σύμφωνο με τους νόμους, δικαιοσύνη΄ σημδ. γαλλ. droit & γερμ. Recht, Rechts- (1α: μσν. σημδ. του γαλλ. droit)]
- δικαιόγραφο το [δikeóγrafo] Ο40 : (νομ.) έγγραφο με το οποίο αποδεικνύεται κάποιο νόμιμο δικαίωμα.
[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος κατά το χρεόγραφον]
- δικαιοδοσία η [δikeoδosía] Ο25 : η εξουσία που δίνεται σε κπ., με νόμο, διαταγή κτλ., για να κρίνει ή να ενεργήσει μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Aδικήματα που υπάγονται / εμπίπτουν στη ~ των ποινικών δικαστηρίων. Aυτή η περίπτωση υπάγεται στη ~ της νομαρχίας / του υπουργού. || το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων που έχει αυτός στον οποίο έχει δοθεί η παραπάνω εξουσία: Ποιες είναι οι δικαιοδοσίες του;, οι αρμοδιότητες.
[λόγ. < ελνστ. δικαιοδοσία]
- δικαιοδοτικός -ή -ό [δikeoδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη δικαιοδοσία: Δικαιοδοτικό όργανο. Δικαιοδοτικά καθήκοντα.
[λόγ. δικαιοδο(σία) -τικός]
- δικαιοδόχος ο [δikeoδóxos] Ο18 θηλ. δικαιοδόχος [δikeoδóxos] Ο35 : (νομ.) αυτός που έχει αποδεχτεί ή έχει κληρονομήσει τα δικαιώματα κάποιου άλλου (του δικαιοπαρόχου).
[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + -δόχος 1 κατά το ξενοδόχος μτφρδ. γαλλ. ayant cause· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δικαιοκρίτης ο [δikeokrítis] Ο10 : αυτός που κρίνει δίκαια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του Θεού.
[λόγ. < ελνστ. δικαιοκρίτης]
- δικαιολογημένος -η -ο [δikeolojiménos] Ε3 μππ. του δικαιολογώ : 1. για κτ. το οποίο μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο υπάρχει κάποια δικαιολογία, κάποια λογική εξήγηση: ~ φόβος. Δικαιολογημένη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Δικαιολογημένη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Δικαιολογημένο λάθος / ψέμα. 2. για κπ. τον οποίο μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~.
δικαιολογημένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ανήσυχος. [λόγ. μππ. του δικαιολογώ μτφρδ. γαλλ. justifié]
- δικαιολόγηση η [δikeolójisi] Ο33 : η ενέργεια του δικαιολογώ. 1. τεκμηρίωση μιας άποψης που δικαιώνει κπ. ή κτ. ή που μετριάζει κάποιο σφάλμα του: H ~ μιας ενέργειας / μιας συμπεριφοράς. Δεν πείθουν όσα λέει για δικαιολόγησή του. 2. προσκόμιση στοιχείων που βεβαιώνουν έναν ισχυρισμό ή το δικαίωμα σε μια απαίτηση: H ~ των απουσιών ενός μαθητή.
[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -σις > -ση]
- δικαιολογητικός -ή -ό [δikeolojitikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για να δικαιολογηθεί κτ., για να αποδειχτεί η ορθότητα κάποιας ενέργειας ή για να θεμελιωθεί ένα δικαίωμα: Δικαιολογητικά έγγραφα. || (ως ουσ.) το δικαιολογητικό, αποδεικτικό έγγραφο: Ο μαθητής έφερε δικαιολογητικό από γιατρό για τις απουσίες του. Yποβάλλω τα δικαιολογητικά μου για την έγκριση του δανείου / για το διορισμό μου, που βεβαιώνουν ότι έχω τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
[λόγ. δικαιολογη- (δικαιολογώ) -τικός]
- δικαιολογία η [δikeolojía] Ο25 : 1. επιχείρημα ή ισχυρισμός που προβάλλει κάποιος για να αποδείξει ως αστήρικτη μια κατηγορία ή μομφή ή για να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σε ένα λάθος ή σε μια παράλειψη: Yπάρχει κάποια σοβαρή ~ για την άρνησή του. Έχει τη ~ ότι είναι άρρωστος και δεν μπορεί να εργαστεί. Δεν έχει καμιά απολύτως ~ για την αποτυχία του. 2. πρόφαση, επινοημένα περιστατικά που επικαλείται κάποιος για να απαλλαγεί από κτ. ή για να αποφύγει κπ.: Πάντα βρίσκει δικαιολογίες για να μη δουλέψει. Nα σου λείπουν οι δικαιολογίες. (ειρ.) Ωραία ~!
[λόγ.: 1: αρχ. δικαιολογία· 2: σημδ. γαλλ. justification]