Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δέος
1 item total
δέος το [δéos] Ο46 : θαυμασμός που συνοδεύεται από αισθήματα φόβου ή ανησυχίας για κτ. που ξεπερνά τις πνευματικές ή σωματικές μας δυνάμεις: Mε αισθήματα δέους. Kαταλαμβάνεται / σιωπά από ~. ΦΡ αντίπαλο* ~.

[λόγ. < αρχ. δέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go