Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δέλτα
2 items total [1 - 2]
δέλτα το [δélta] Ο (άκλ.) : 1. ονομασία του τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Δ, δ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. έκταση σε σχήμα περίπου τριγωνικό, που δημιουργείται από προσχώσεις στις εκβολές ενός ποταμού: Tο ~ του Nείλου. || Tο φαληρικό ~.

[λόγ. < αρχ. δέλτα σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. dāleth· (δες και Δ)]

δελτάριο το [δeltário] Ο42 : έντυπο από λεπτό χαρτόνι, συνήθ. μικρού σχήματος, που μπορεί να ταχυδρομηθεί χωρίς φάκελο: Tαχυδρομικό / εικονογραφημένο ~.

[λόγ. < ελνστ. δελτάριον `μικρή πινακίδα΄ υποκορ. του αρχ. δέλτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go