Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γουλί το [γulí] Ο43 : ο τρυφερός βλαστός του λάχανου. || σφαιρική υπόγεια ρίζα φυτού: Tο ~ από το σέλινο. || (ως επίρρ.) για κεφάλι φαλακρό ή υπερβολικά κουρεμένο: Tον κούρεψαν ~. ~ έμεινε. Ξύρισε ~ το κεφάλι του.
[μσν. γουλίν < *γλιν με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] < *αγλίον υποκορ. του αρχ. ἡ ἄγλ(ις) `σκελίδα σκόρδο΄ -ίον]
- γουλιά η [γulá] Ο24 : 1. μικρή ποσότητα ενός υγρού που μπορεί να καταπιεί κανείς μεμιάς: Έπινε το τσάι της με μικρές γουλιές. Ήπιε μια ~ νερό και συνέχισε
|| για ελάχιστη ποσότητα: Άφησέ μου μια ~ κρασί. 2. (ως επίρρ.) α. με επανάληψη: Ρουφούσε τον καφέ του ~ ~. β. (για υγρά) καθόλου: Όταν φτάσανε στην πηγή, δε βρήκανε ~ νερό.
γουλίτσα η YΠΟKΟΡ. [γούλ(α) -ιά· γουλ(ιά) -ίτσα]
- γουλιανός ο [γulanós] Ο17 : μεγαλόσωμο ψάρι του γλυκού νερού που το συναντά κανείς σε πολλά ποτάμια της Ελλάδας.
[ελνστ. γλάνιος (αρχ. γλάνις) > μσν. προφ. [γlá
os] > *γλιανός (μετάθ. ουρανικότητας [l- > l-n] ), με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και μετακ. τόνου ίσως αναλ. προς άλλα ουσ. και επίθ. με διπλό τον., π.χ.: έξυπνος - ξυπνός]