Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γνέθω
1 item total
γνέθω [γnéθo] -ομαι Ρ αόρ. έγνεσα, απαρέμφ. γνέσει, παθ. αόρ. γνέστηκα, απαρέμφ. γνεστεί : μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω.

[συμφυρ. αρχ. νέω & νήθω (ανάπτ. [γ] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go