Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γνέθω [γnéθo] -ομαι Ρ αόρ. έγνεσα, απαρέμφ. γνέσει, παθ. αόρ. γνέστηκα, απαρέμφ. γνεστεί : μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο· κλώθω.
[συμφυρ. αρχ. νέω & νήθω (ανάπτ. [γ] ;)]