Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιατρός ο [jatrós] Ο17 θηλ. γιατρός [jatrós] Ο34 & (οικ.) γιατρίνα [jatrína] Ο26 & (λαϊκότρ.) γιάτρισσα [játrisa] Ο27α & γιατρέσα [jatrésa] Ο25α : 1. αυτός που έχει συμπληρώσει τον προκαθορισμένο κύκλο σπουδών στην Iατρική Σχολή και έχει αποκτήσει τα απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος: Nοσοκομειακός / στρατιωτικός ~. Aγροτικός ~. Οικογενειακός / σχολικός ~. ~ παθολόγος / χειρούργος. Σπουδάζει ~. Tρέχει συνέχεια στους γιατρούς. Mε βλέπει ο ~, με εξετάζει. (έκφρ.) να πας να σε δει / να σε κοιτάξει ~ (ενν. ο ψυχίατρος), για κπ. που συμπεριφέρεται παράλογα ή παράξενα. || ως κατάρα: Στους γιατρούς να τα δώσεις! (ενν. τα λεφτά σου). ANT Σε καλή μεριά! 2. (μτφ.) που καταπραΰνει, ανακουφίζει, θεραπεύει: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος ~ (ενν. για τον ψυχικό πόνο). 3. (θηλ.) α. γιατρίνα, για τη γυναίκα γιατρό και σπάνια για τη γυναίκα του γιατρού. β. γιάτρισσα, γιατρέσα, κυρίως για τη γυναίκα γιατρό ή για γυναίκα που θεραπεύει με γιατροσό φια.
γιατρουδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, ο νέος γιατρός και μειωτικά ο άπειρος γιατρός. γιατρουδάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, ο νέος γιατρός και μειωτικά ο άπειρος γιατρός. [μσν. γιατρός < αρχ. ἰατρός με τρο πή του άτ. [i] σε ημίφ. [ι] πριν από άλλο φων. και τελικά σε [j] σε αρχή λ. πριν από φων. (συνίζ. για αποφυγή της χασμ., σύγκρ. γιορτή)· γιατρ(ός) -ίνα· γιατρ(ός) -ισσα· γιατρ(ός) -έσα· γιατρ(ός) -ουδάκι· γιατρουδάκ(ι) -ος]
- γιατροσόφι το [jatrosófi] Ο44 : θεραπευτική μέθοδος με καθαρά εμπειρικό χαρακτήρα. || (μειωτ.) για μέθοδο ή μέσα που θεωρούμε ότι είναι εντελώς αναποτελεσματικά: Mε γιατροσόφια προσπαθούν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση.
[μσν. ιατροσόφι ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός) < ιατρ(ός) -ο- + σοφί(α) -ον (πρβ. ελνστ. ἰατροσοφιστής `καθηγητής ιατρικής΄)]