Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιατρικό
1 εγγραφή
γιατρικό το [jatrikó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) φάρμακο: Δεν υπάρχει ~ γι΄ αυτή την αρρώστια. 2. (μτφ.) ό,τι καταπραΰνει, ανακουφίζει ή βελτιώνει μια δυσάρεστη ή νοσηρή κατάσταση: Δεν υπάρχει ~ για την τσιγκουνιά του.

[μσν. γιατρικόν < ιατρικόν (στη νέα σημ.) ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἰατρικός `που ανήκει σε γιατρό΄ ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες