Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεφυρι
2 εγγραφές [1 - 2]
γεφύρι το [jefíri] Ο44 : μικρή πέτρινη ή ξύλινη γέφυρα: Έστησαν / έχτισαν ένα ~ πάνω από το ρέμα. Tης τρίχας το ~, σύμφωνα με τη λαογραφική παράδοση, γεφύρι από μια μόνο τρίχα που συνδέει τον επίγειο κόσμο με τον παράδεισο και που το περνούν μόνο οι δίκαιοι. Tης Άρτας το ~, και ως έκφραση για έργο που δεν μπορεί να τελειώσει. γεφυράκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. γεφύριον, υποκορ. του αρχ. γέφυρα]

γεφυρισμός ο [jefirizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : σκωπτικά και υβριστικά λόγια που αντάλλαζαν οι μύστες των ελευσίνιων μυστηρίων πάνω από τη γέφυρα του Kηφισού.

[λόγ. < ελνστ. γεφυρισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες