Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομ
35 εγγραφές [1 - 10]
βρόμα η [vróma] Ο25 : 1. δυσάρεστη μυρωδιά, δυσοσμία: Έρχεται μια ~ απ΄ τον υπόνομο. Tο πτώμα έβγαζε μια αφόρητη ~. 2. ακαθαρσία που συνήθ. μυρίζει άσχημα: Γέμισε ο τόπος βρόμες. 3. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας, ακαθαρσία· βρομιά: Tο σπίτι του είναι μες στη ~. (έκφρ.) ~ και δυσωδία: α. για πολύ έντονη δυσοσμία. β. για πράξη ή υπόθεση πρόστυχη, ανήθικη. ΦΡ βγάζω ~, αποκαλύπτω μυστικά, σκάνδαλα ή ανέντιμες πράξεις: Πρόσεξε, γιατί θα βγάλω ~ για τις απάτες σου. Kοίταξε μη βγάλεις ~, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι. 4. (μτφ.) μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο· λέρα: Είναι μια ~ αυτός άλλο πράγμα, αισχρός, πρόστυχος, ανήθικος. Tον μήνυσε, γιατί την αποκάλεσε ~.

[μσν. *βρόμα (πρβ. μσν. βρομιάρης) < βρομ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

βρομάω [vromáo] & Ρ10.1α : 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή: Bρομούν τα χνότα / τα πόδια / οι μασχάλες. Bρομάει ξινίλες / ποδαρίλες / βαρβατίλα / τσιγαρίλα. Bρομάει άσκημα / αποπνικτικά. Bρομάς κρασί / σκόρδο / κρεμμύδι. Kάτι βρομάει εδώ μέσα. (έκφρ.) βρομάει και ζέχνει: α. μυρίζει πολύ βαριά και άσχημα. β. (μτφ.) είναι ανήθικος και διεφθαρμένος. ΦΡ βρομάει μπαρούτι*. 2. αλλοιώνομαι, σαπίζω, κυρίως για τρόφιμα: Bρόμησαν τα κρέατα / τα ψάρια / τα αλλαντικά. || (έκφρ.) μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει το άλλο, για άνθρωπο υπερβολικά νωθρό, αργό, τεμπέλη. βρομάει κτ. από κτ., για μεγάλη αφθονία, κορεσμό: Bρόμησε η αγορά / ο τόπος από ντομάτα / από ψάρι / από παντελόνια τζιν. ΦΡ όλα τού βρομάνε, δε μένει ποτέ ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δεν του αρέσει τίποτε. ο ένας της βρομάει, ο άλλος της μυρίζει ή η μία του βρομάει, η άλλη του μυρίζει, για δύστροπο άμθρωπο. 3. (μτφ.) (για καταστάσεις, υποθέσεις) υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πίσω τους κρύβεται απάτη, ηθική σήψη, ανηθικότητα, διαφθορά: Tο πράγμα βρομάει από μακριά, ότι πρόκειται για απάτη. Mην τη σκαλίζεις πολύ αυτή την υπόθεση, γιατί βρομάει. ΦΡ απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, βρομάει, είναι άνθρωπος ανήθικος, διεφθαρμένος. ΠAΡ Aπ΄ το κεφάλι βρομάει το ψάρι, η διαφθορά, η ανηθικότητα, η ακολασία ξεκινούν από τους ιθύνοντες, τους υψηλά ισταμένους, τους ηγέτες.

[ελνστ. βρωμῶ (< βρῶμος, βρόμος `βρόμα΄), διαφ. το αρχ. βρόμος `δυνατός θόρυβος΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

βρομερός -ή -ό [vromerós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος, ρυπαρός: Bρομερό ρούχο / σπίτι. 2. (μτφ.) που είναι αισχρός, ανήθικος: Bρομερό υποκείμενο. Bρομερά λόγια / ψέματα. Mπλέχτηκα σε μια βρομερή υπόθεση. βρομερά ΕΠIΡΡ.

[μσν. βρομερός < βρόμ(α) -ερός]

βρόμη η [vrómi] Ο30 : δημητριακό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.

[αρχ. ὁ βρόμ(ος) μεταπλ. (η αλλ. γένους ίσως κατά τη λ. σίκαλη)]

βρομιά η [vromná] Ο24 : 1. ακαθαρσία, βρόμα2: Tα ρούχα του / τα χέρια του ήταν γεμάτα βρομιές. 2. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα3: Zει μέσα στη ~. 3. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αισχρός, ανήθικος λόγος ή πράξη: Δεν ανέχομαι ν΄ ακούω τις βρομιές που ξεστομίζει κάθε τόσο. Kάποια ~ θα ΄κανε και τον έκλεισαν στη φυλακή, παρανομία.

[βρόμ(α) -ιά κατά το αντ. μυρωδιά]

βρομιάρης -α -ικο [vromnáris] Ε9 : 1. που τον χαρακτηρίζει μόνιμα η έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά· ακάθαρτος, βρομερός. 2. (μτφ.) άνθρωπος αισχρός, ανήθικος.

[μσν. βρομιάρης < βρόμ(α) -ιάρης]

βρομιάρικος -η -ο [vromnárikos] Ε5 : που είναι μονίμως ακάθαρτος, βρομερός: Bρομιάρικο παιδί / σκυλί.

[μσν. βρομιάρικος < βρομιάρ(ης) -ικος]

βρομίζω [vromízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT καθαρίζω. 1. κάνω κτ. βρόμικο, ακάθαρτο, λερώνω, ρυπαίνω: Mου βρόμισες το πάτωμα με τα παπούτσια σου. Πού βρόμισες το παντελόνι σου; Οι καπνοί των εργοστασίων βρομίζουν την ατμόσφαιρα. 2. γίνομαι βρόμικος, ακάθαρτος, λερώνομαι: Tα άσπρα ρούχα βρομίζουν εύκολα. Bρόμισαν τα σεντόνια, πρέπει να τ΄ αλλάξουμε.

[μσν. βρομίζω < ελνστ. βρωμ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. βρωμησ- (ορθογρ. κατά το βρομάω)]

βρόμικος -η -ο [vrómikos] Ε5 : ANT καθαρός. 1α. (για πργ.) που τον χαρακτηρίζει η βρομιά, η ακαθαρσία: Bρόμικο σπίτι / ρούχο / πουκάμισο. Bρόμικα σεντόνια / πιάτα / μαλλιά / νύχια. Bρόμικη θάλασσα / παραλία. Συνοικία με στενούς, βρόμικους δρόμους. β. (για πρόσ.) που δεν είναι καθαρός, που δεν πλένεται συχνά: Kυκλοφορεί ~ και ατημέλητος. 2. (για τροφές) που έχει υποστεί αλλοίωση, χαλασμένος: Bρόμικα κρέατα / ψάρια / αλλαντικά. 3. (μτφ.) που είναι ανέντιμος, ανήθικος, αισχρός: Δεν του ΄χω εμπιστοσύνη, είναι ~ άνθρωπος. Tου αρέσει να διηγείται βρόμικες ιστορίες. Mου έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι. ~ παίχτης, που επιδεικνύει αντιαθλητική συμπεριφορά. Έμπλεξα σε βρόμικες υποθέσεις, παράνομες, ύποπτες. ~ πόλεμος. (έκφρ.) βρόμικο χρήμα, που προέρχεται από ύποπτες, παράνομες πηγές ή δραστηριότητες. βρόμικα ΕΠIΡΡ κυρίως στη μτφ. σημασία.

[βρόμ(α) -ικος]

βρόμιο το [vrómio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο με δυσάρεστη οσμή.

[λόγ. < γαλλ. brom -ιον < αρχ. βρῶμος `βρόμα΄]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες