Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βράγχιο
1 item total
βράγχιο το [vránxio] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : όργανο του αναπνευστικού συστήματος των υδρόβιων και μερικών αμφίβιων ζώων και οργανισμών: Bράγχια των ψαριών / των γυρίνων / των μαλακίων.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. βράγχια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go