Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βουτυρώνω [vutiróno] -ομαι Ρ1 : αλείφω με βούτυρο μια επιφάνεια: Nα βουτυρώσεις το ταψί για να μην κολλήσει το κέικ.
[βούτυρ(ο) -ώνω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[βούτυρ(ο) -ώνω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |