Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιότοπος ο [viótopos] Ο20 : φυσικός χώρος που προσφέρει σε ορισμένο σύνολο ζώων ή φυτών σχετικά σταθερούς όρους διαβίωσης.
[λόγ. βιο- + -τοπος, κατά το υγρότοπος]