Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: βιότοπος
1 item total
βιότοπος ο [viótopos] Ο20 : φυσικός χώρος που προσφέρει σε ορισμένο σύνολο ζώων ή φυτών σχετικά σταθερούς όρους διαβίωσης.

[λόγ. βιο- + -τοπος, κατά το υγρότοπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go